- υπερπόλωση
- η, Νφυσιολ. το φαινόμενο τής αύξησης τού δυναμικού τής μεμβράνης μιας νευρικής ίνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperpolarisation < hyper- (< υπερ-*) + polarisation (πρβλ. πόλωση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.